μαντία

μαντία
μαντία
Grammatical information: f.
Meaning: `raspberry' (Dsc. 4, 37) [not in LSJ].
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Alb. Geg. mand(ε); see Fur. 209, 272, who compares Sardian and Basque forms. Cf. βάτος. So prob. Pre-Greek.
See also: βάτος.
Page in Frisk: 2,172

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Μάντια Πραντές — (Μadhya Pradesh). Ομόσπονδο κράτος (308.245 τ. χλμ., 60.385.118 κατ. το 2001) της Ινδικής Ένωσης, το μεγαλύτερο σε έκταση, με πρωτεύουσα την Μποπάλ (1.454.830 κάτ.). Συνορεύει με τα κράτη του Ρατζαστάν στα ΒΔ, του Ουτάρ Πραντές στα Β, του Μπιχάρ… …   Dictionary of Greek

  • Графомантия — (См. Каббалистика; от греч. γράφω «пишу», μάντια «гадание») – гадание посредством букв или знаков вообще. Считается, китайское письмо берет начало от гадания на бараньих лопатках и черепашьих панцырях, которые проводили шаманы скрибы ши у. Корсти …   Грамматологический словарь

  • βάτος — I Μικρό ακατοίκητο νησί του Αιγαίου, που υπάγεται διοικητικά στον δήμο Οινουσσών του νομού Χίου. II Ονομασία τριών οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 880 μ., 151 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βονίτσης και Ξηρομέρου του νομού Αιτωλοακαρνανίας.… …   Dictionary of Greek

  • κλείτος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Αιγύπτου και σύζυγος της Δαναΐδας Κλείτης, η οποία τον σκότωσε την πρώτη νύχτα του γάμου τους. 2. Γιος του Μαντία, πατέρας του Κοίρανου. Η Ηώ τον ερωτεύτηκε επειδή ήταν πολύ όμορφος και τον έκανε αθάνατο …   Dictionary of Greek

  • κλειτός — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Αιγύπτου και σύζυγος της Δαναΐδας Κλείτης, η οποία τον σκότωσε την πρώτη νύχτα του γάμου τους. 2. Γιος του Μαντία, πατέρας του Κοίρανου. Η Ηώ τον ερωτεύτηκε επειδή ήταν πολύ όμορφος και τον έκανε αθάνατο …   Dictionary of Greek

  • μορίδες — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «μάντεις». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πιθ. παράγεται από μόρος. Κατ άλλη άποψη, η λ. συνδέεται με τον τ. μόρον «μούρο», αν υποτεθεί ότι ο τ. μάντεις είναι άλλος τ. τού μαντία «βατόμουρο» (Διοσκ. 4, 37) πρβλ. βάτος] …   Dictionary of Greek

  • Άντρα Πραντές — (Andhra Pradesh).Ομόσπονδο κράτος (275.069 τ. χλμ., 75.727.541 κάτ. το 2001) της Ινδίας, στο κεντροανατολικό τμήμα της χερσονήσου του Ντεκάν· βρέχεται από τον κόλπο της Βεγγάλης στα Α και συνορεύει με τα ομόσπονδα κράτη Ορίσα, Μάντια Πραντές,… …   Dictionary of Greek

  • Οικλής — Μυθολογικό πρόσωπο, γιος του Aντίφτατου ή του Μαντία, πατέρας του μάντη Αμφιάραου. Πήρε μέρος στην εκστρατεία του Ηρακλή στην Τρωάδα, όπου σκοτώθηκε από τον Λαομέδοντα. Μία άλλη παράδοση υποστηρίζει ότι γύρισε από την εκστρατεία και εγκαταστάθηκε …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”